- τρεπόνημα
- και τρηπόνημα, το, Ν(παρασιτ.) γένος σπειροειδών μικροβίων τής τάξης τών σπειροχαιτών το οποίο προκαλεί τρεπονηματώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. treponema (< τρέπω + νήμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιάν — το, Ν άκλ. η τροπική μόρωση, τροπική νόσος οφειλόμενη σε ένα είδος τρεπονήματος, που μοιάζει με το τρεπόνημα τής σύφιλης, νόσος πολύ διαδεδομένη στις τροπικές χώρες, στο πρώτο στάδιο τής οποίας εμφανίζονται στο σώμα και ιδίως στις κνήμες… … Dictionary of Greek
σπειροχαίτη — (spirochete). Γενική ονομασία βακτηριδίων σπειροειδούς σχήματος, που ανήκουν στην τάξη των σπειροχαιτωδών. Οι σ. είναι λεπτά μονοκύτταροι μικροοργανισμοί χωρίς καθορισμένο πυρήνα και αποτελούν μεταβατική μορφή μεταξύ της τάξης των ευβακτηρίων ή… … Dictionary of Greek
σύφιλη — (Ιατρ.). Χρόνια λοιμώδης αφροδίσια νόσος που οφείλεται στην ωχρά σπειροχαίτη (ή Τρεπόνημα το ωχρόν). Αμέσως μετά την ανακάλυψη της Αμερικής η σ. παρουσιάστηκε στην Ευρώπη με μορφή σοβαρών επιδημιών και στη συνέχεια διαδόθηκε στον υπόλοιπο κόσμο·… … Dictionary of Greek
τρεπονημάτωση — η, Ν ιατρ. νόσος που οφείλεται σε ένα είδος τρεπονήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. treponematose (< τρεπόνημα* + ωση)] … Dictionary of Greek
τρηπόνημα — το, Ν βλ. τρεπόνημα … Dictionary of Greek